αναπροσάγω

αναπροσάγω
προσάγω, παρουσιάζω πάλι (μάρτυρες, αποδείξεις κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + προσάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”